σύνταξη

σύνταξη
Περιοδική παροχή σε χρήμα, για την εξασφάλιση των μέσων διαβίωσης, εκ μέρους του κράτους και άλλων οργανισμών, στα πρόσωπα που έχουν αποχτήσει το σχετικό δικαίωμα κατ’ αναφορά προς προηγούμενη σχέση παροχής υπηρεσιών. Στην αρχή η σ. πήγαζε αποκλειστικά από πράξη ελευθεριότητας του κυρίαρχου, ο οποίος κατά αυτόν τον τρόπο αντάμειβε πρόσωπα που είχαν προσφέρει ιδιαίτερες υπηρεσίες στο έθνος, και η απονομή της δεν προϋπόθετε υποχρέωση (χαριστική σ.). Σε πιο πρόσφατη εποχή, αντίθετα, η σ. έγινε αληθινό δικαίωμα (δικαιωματική σ.) και θεμελιώνεται στην κοινωνική αντίληψη ότι ο εργαζόμενος έπειτα από μια ολόκληρη ζωή αφιερωμένη στην εργασία, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εισπράττει ένα σταθερό εισόδημα, όταν τα γηρατειά ή η σωματική ανικανότητα ή φυσικές ή ψυχικές βλάβες ή νοσήματα του αφαίρεσαν πια ή μείωσαν την ικανότητά του προς εργασία. Περιορισμένο αρχικά μόνο στους ανώτερους πολιτικούς και στρατιωτικούς υπάλληλους, το συνταξιοδοτικό δικαίωμα επεκτάθηκε βαθμιαία σε όλους τους δημόσιους υπάλληλους και κατόπιν και στα εξαρτώμενα από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις πρόσωπα. Στα τελευταία χρόνια, το δικαίωμα σ. γενικεύτηκε, περιλαμβάνοντας και άλλες κατηγορίες εργαζόμενων, όπως οι επαγγελματίες, οι έμποροι, οι χειροτέχνες, οι αυτόνομοι καλλιεργητές και το υπηρετικό προσωπικό. Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες, διακρίνονται βασικά οι σ. που απονέμονται στο ιδιωτικό προσωπικό από εκείνες που καταβάλλονται, υπό διάφορους τίτλους, από το κράτος σε πρόσωπα που εξαρτιούνται αμέσως από αυτό ή τοποθετούνται οπωσδήποτε κάτω από την προστασία του. Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται οι σ. οι υπαγόμενες στο σύστημα υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι σ. των αγροτών (ΟΓΑ), καθώς και κατηγορίες έκτακτων υπάλληλων του δημόσιου. Οι σ. της δεύτερης κατηγορίας υπάγονται σε ιδιαίτερα κριτήρια, τόσο από την άποψη της κτήσης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος (προϋποθέσεις κλπ.), όσο και σχετικά με τον υπολογισμό του ποσού της παροχής.
* * *
η / σύνταξις, -άξεως, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύνταξις, Α [συντάσσω]
1. η σύμφωνα με ορισμένη τάξη διευθέτηση, διάταξη
2. συγκέντρωση μονάδας στρατού ή πολεμικών πλοίων σε πυκνό σχηματισμό και κατά οργανικά τμήματα
3. γραμμ. η πλοκή τών λέξεων στον γραπτό και προφορικό λόγο σύμφωνα με ορισμένους κανόνες που προβλέπονται από το ειδικό μέρος τής γραμματικής, το συντακτικό (α. «η σύνταξη τής φράσης είναι εσφαλμένη» β. «τὴν σύνταξιν τῶν ὀνομάτων», Γαλ.)
νεοελλ.
1. διατύπωση, σύνθεση κειμένου, συγγραφή (α. «σύνταξη λεξικού» β. «σύνταξη συμβολαίου»)
2. το προσωπικό που εργάζεται για τη συγγραφή τής ύλης περιοδικού, εφημερίδας, λεξικού ή άλλου επιστημονικού, συνήθως πολύτομου, έργου («όλα τα μέλη τής σύνταξης ήταν παρόντα»)
3. κατάρτιση, απαρτισμός, φτειάξιμο (α. «σύνταξη χάρτη» β. «σύνταξη τών εκλογικών καταλόγων»)
4. μηνιαίο χρηματικό ποσό το οποίο καταβάλλεται ισόβια ή επί ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα από ασφαλιστικό οργανισμό σε εργαζόμενο που είναι ασφαλισμένος σ' αυτόν και έχει συμπληρώσει το προβλεπόμενο από τον νόμο όριο ηλικίας και χρόνο υπηρεσίας ή έχει παύσει να εργάζεται λόγω ατυχήματος ή στην οικογένεια του σε περίπτωση θανάτου του
5. (ως προστ.) σύνταξη!
παράγγελμα για τη συγκέντρωση και παράταξη σε ζυγούς και στοίχους στρατιωτικής μονάδας ή γυμναζόμενων μαθητών ή αθλητών
6. φρ. «αριθμός σύνταξης»
χημ. αριθμός, συγγενής με το σθένος, ο οποίος εκφράζει το πλήθος τών ατόμων, ιόντων ή μορίων που περιβάλλουν ένα συγκεκριμένο άτομο μιας χημικής ένωσης, όπως είναι λ.χ. το κεντρικό άτομο ενός συμπλόκου
μσν.
συνέχεια
αρχ.
1. συγκροτημένο σώμα στρατιωτών (α. «ἡ εἰς τοὺς μύριους σύνταξις», Ξεν.
β. «εἶναι δὲ σύνταξιν Ἑλληνικὴν μυρίας μὲν ἀσπίδας», Πλούτ.)
2. παρατεταγμένο στράτευμα, στρατός σε παράταξη («κατενόησέ πως τὴν στρατιωτικήν σύνταξιν», Ξεν.)
3. τρόπος οργάνωσης, σύστημα, οργανισμός (α. «ὅλον τὸν τρόπον τῆς συντάξεως», Δημοσθ.
β. «σύνταξις τῆς πολιτείας», Αριστοτ.)
4. κανόνας
5. η τάξη τού σύμπαντος («ἐν περιφορᾷ τῆς ὅλης συντάξεως», Σωσίπ.)
6. σύσταση, ιδιοσυστασία, τρόπος συγκρότησης («εἰς τὰς σάρκας καὶ τὴν ἄλλην σύνταξιν τῶν μερῶν», Αριστοτ.)
7. σύγγραμμα, πραγματεία, βιβλίο
8. συμβόλαιο, συμφωνία, συνθήκη (α. «ἐκ τῶν Πατρῶν κατὰ τὴν σύνταξιν ἔπλει», Πολ.
β. «ὥσπερ ἀπὸ συντάξεως ἥκοντας», Πλούτ.)
9. (κατ' ευφημ.) επιβαλλόμενη συνεισφορά, φόρος (α. «σύνταξιν τελεῑν», Αισχίν.
β. «σύνταξιν δοῡναι», Ισοκρ.)
10. πληρωμή, αμοιβή, μισθός (α. «οἱ δὲ στρατιῶται λαμβάνοντες τὰς μεμερισμένας συντάξεις», Διόδ.
β. «οὔτε τὰς συντάξεις Διοπείθει δίδομεν», Δημοσθ.)
11. εκχώρηση, μεταβίβαση («ὅσοι... ἐν συντάξει... ἔχουσιν κώμας καὶ γῆν», πάπ.)
12. τρόπος συνδυασμού ήχων, διάταξη μουσικών φθόγγων
13. κατασκευή, σχηματισμός («ἡ σύνταξις τοῡ περιθύρου», επιγρ.)
14. συλλογή πραγματειών («λογικοῡ τόπου τοῡ περὶ τὰ πράγματα, σύνταξις πρώτη», Διογ. Λαέρ.)
15. φρ. α) «ἡ σύνταξις τοῡ ἐνιαυτοῡ» — το ημερολογιακό έτος επιγρ.
β) «Περὶ συντάξεως» — τίτλος έργου τού Απολλώνιου τού Δύσκολου (Στωικ.)
γ) «Περὶ τῆς συντάξεως τῶν λεγομένων» — τίτλος έργου τοῡ Χρυσίππου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σύνταξη — η 1. επιχορήγηση που δίνεται σ έναν υπάλληλο μετά την αποχώρηση από την υπηρεσία του ή μετά το θάνατό του στους συγγενείς του: Αυξήθηκαν οι αγροτικές συντάξεις. 2. πλοκή των λέξεων στο γραπτό ή προφορικό λόγο: Η σύνταξη σ αυτή την πρόταση δεν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συντάξῃ — συντάξηι , σύνταξις putting together in order fem dat sg (epic) συντάσσω put in order together aor subj mid 2nd sg συντάσσω put in order together aor subj act 3rd sg συντάσσω put in order together fut ind mid 2nd sg συντάσσω put in order together …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αττική σύνταξη — Η συνεκφορά, στην αρχαία ελληνική γλώσσα, πληθυντικού υποκειμένου στο ουδέτερο γένος με ρήμα στον ενικό (τα παιδία παίζει). Η σύνταξη αυτή συναντάται στον Όμηρο και σε αττικιστές (μιμητές της αττικής διαλέκτου) της εποχής του Αύγουστου …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… …   Dictionary of Greek

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

  • συμβολαιογράφος — Δημόσιος υπάλληλος επιφορτισμένος με τη σύνταξη, τη διαφύλαξη ή την έκδοση δύο κατηγοριών εγγράφων: α’, όλων των ιδιωτικών εγγράφων στα οποία οι ενδιαφερόμενοι θέλουν να προσδώσουν ιδιαίτερο κύρος, δίνοντας σχετική εντολή διατύπωσης τους από τον… …   Dictionary of Greek

  • γλωσσολογία — Επιστήμη που έχει ως αντικείμενό της τη μελέτη του φαινομένου της γλώσσας. Η γλώσσα είναι μια πολύπλοκη έννοια και επομένως δεν είναι περίεργο το ότι και η σχετική επιστήμη ακολουθεί διάφορες κατευθύνσεις στις μελέτες της, οι οποίες απαιτούν… …   Dictionary of Greek

  • απρόθετος — η, ο 1. γραμμ. ο χωρίς πρόθεση ή πρόθεμα 2. φρ. α) «απρόθετα ρήματα» αυτά που δεν είναι σύνθετα με πρόθεση (π.χ. δέχομαι έναντι των αποδέχομαι, εκδέχομαι, παραδέχομαι) β) «απρόθετα ουσιαστικά» αυτά που δεν έχουν πρόθεμα (π.χ. χταπόδι, βδέλλα αντί …   Dictionary of Greek

  • πολεοδομία — Σε αντίθεση με τον κατά παράδοση ορισμό της π. ως τέχνης οικοδόμησης των πόλεων, που ίσχυε μέχρι την εποχή που οι πολεοδομικοί οργανισμοί μπορούσαν να θεωρηθούν ότι υπόκεινται σε αργή και προβλεπόμενη ανάπτυξη, η σύγχρονη π., αναλαμβάνοντας πριν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”